-
1 κατα-θρύπτω
κατα-θρύπτω, zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταϑρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταϑρυφϑείς, Eust.
1 κατα-θρύπτω
κατα-θρύπτω, zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταϑρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταϑρυφϑείς, Eust.